- μεθίστημι
- (Α μεθίστημι και μεθιστάνω και μεθιστῶ)(το μέσ.) μεθίσταμαι1. μετακινούμαι σε άλλο σημείο, μεταφέρομαι2. μεταβαίνω σε άλλη παράταξη, αποστατώ, αποσκιρτώ, αυτομολώ, μεταπηδώ («τελικά μετέστη στο αντίπαλο κόμμα»)νεοελλ.φρ. «μετέστη εις τας αιωνίους μονάς» — υπέκυψε στο μοιραίο, απεβίωσε, πέθανεαρχ.1. τοποθετώ με άλλο τρόπο, αλλάζω τη θέση ενός πράγματος, αντικαθιστώ («μετέστησε τὰ νόμιμα πάντα», Ηρόδ.)2. (με γεν.) μεταβάλλω, αλλάζω («καὶ οὐ μεθίστησι τοῡ χρώματος», Αριστοφ.)3. μετακινώ από έναν τόπο σε άλλο, μετατοπίζω, μεταθέτω4. (για πρόσωπα) απαλλάσσω, ελευθερώνω («καί σε δαίμονες νόσου μεταστήσειαν», Σοφ.)5. παθ. (για πράγματα) μεταβάλλομαι, αλλοιώνομαι προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο («τῆς τύχης εὖ μετεστεώσης», Ηρόδ.)6. μέσ. α) απομακρύνω κάποιον από κοντά μου («μεταστησάμενος δὲ τοὺς ἄλλους εἴρετο Κροῑσον», Ηρόδ.)β) διώχνω μακριά, εκβάλλω, εξορίζωγ) απομακρύνομαι, αποσύρομαι, αποχωρώδ) σταματώ, καταπαύω («θέλξειν μ' ἔοικας και μεθίσταμαι κότου», Αισχύλ.)ε) μεταφέρομαι, πηγαίνω7. φρ. α) «μεθίσταμαι τοῡ βίου» — πεθαίνωβ) «μεθίσταμαι φρενῶν» — παραφρονώ, τρελαίνομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + ἵστημι].
Dictionary of Greek. 2013.